- ἡμιάστατον
- ἡμι-άστᾰτον, τό,A the half-indefinite, a figure of speech expressing certainty as to the genus but doubt as to the species (e.g. Virg.Aen.8.352), Sacerd.p.469K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιάστατον — ἡμιάστατον, τὸ (Α) ημιακαθόριστο, ημιαβέβαιο, ρητορικό σχήμα λόγου που εκφράζει βεβαιότητα μεν ως προς το γένος, αμφιβολία δε ως προς το είδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άστατον] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek